- καταληκτικός
- -ή, -όστη μετρική ο στίχος που το τελευταίο του πόδι είναι ελλιπές κατά μία ή δύο συλλαβές: Ο στίχος αυτός είναι καταληκτικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταληκτικός — leaving off masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληκτικός — ή, ό (Α καταληκτικός, ή, όν) [καταλήγω] 1. αυτός με τον οποίο λήγει κάτι, αυτός που καταλήγει, που βρίσκεται στο τέλος 2. φρ. «καταληκτικοί στίχοι» οι στίχοι που έχουν ατελή τον τελευταίο πόδα νεοελλ. γραμμ. «καταληκτική ονομαστική» χαρακτηρισμός … Dictionary of Greek
καταληκτικά — καταληκτικός leaving off neut nom/voc/acc pl καταληκτικά̱ , καταληκτικός leaving off fem nom/voc/acc dual καταληκτικά̱ , καταληκτικός leaving off fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληκτικῶν — καταληκτικός leaving off fem gen pl καταληκτικός leaving off masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληκτικόν — καταληκτικός leaving off masc acc sg καταληκτικός leaving off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληκτικοῖς — καταληκτικός leaving off masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληκτικοί — καταληκτικός leaving off masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληκτικοῦ — καταληκτικός leaving off masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληκτικούς — καταληκτικός leaving off masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληκτικῆς — καταληκτικός leaving off fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)